Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τσακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσακώνω (πιάνω):

τσακώνω

2. τσακώνω (πιάνω στα πράσα):

τσακώνω

II . τσακώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (μαλώνω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский