Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρόλεϊ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρόλεϊ [ˈtrɔlɛi] SUBST ουδ αμετάβλ

1. τρόλεϊ (όχημα):

τρόλεϊ
Obus αρσ
τρόλεϊ

2. τρόλεϊ (καροτσάκι):

τρόλεϊ
Wagen αρσ
τρόλεϊ γραφείου
Bürowagen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τρόλεϊ

τρόλεϊ γραφείου
Bürowagen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский