Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρομαγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρομαγμέν|ος <-η, -ο> [trɔmaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

τρομαγμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский