Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τροφοδότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τροφοδότης (τροφοδότρια) [trɔfɔˈðɔtis, trɔfɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. τροφοδότης (επαγγελματίας):

τροφοδότης (τροφοδότρια)
Lieferant(in) αρσ (θηλ)

2. τροφοδότης ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

τροφοδότης (τροφοδότρια)
Speiser αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский