Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τροφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τροφή [trɔˈfi] SUBST θηλ

1. τροφή (γενικά):

τροφή
Nahrung θηλ
Kindernahrung θηλ ενικ

2. τροφή (για ζώα):

τροφή
Futter ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский