Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρισέγγονος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρισέγγον|ος (-η) [triˈsɛŋgɔn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

τρισέγγονος (-η)
Ururenkel αρσ (Ururenkelin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский