Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τριποδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τριποδί|ζω <-σα> [tripɔˈðizɔ] VERB αμετάβ

τριποδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский