Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταιριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ταιρ|ιάζω <-ιασα [ή -ιαξα], -ιάστηκα [ή ιάχτηκα], -ιασμένος [ή -ιαγμένος] > [tɛˈri̯azɔ] VERB μεταβ

1. ταιριάζω (προσαρμόζω):

ταιριάζω με
anpassen an +αιτ

2. ταιριάζω (τακτοποιώ):

ταιριάζω

III . ταιρ|ιάζω <-ιασα [ή -ιαξα], -ιάστηκα [ή ιάχτηκα], -ιασμένος [ή -ιαγμένος] > [tɛˈri̯azɔ] VERB απρόσ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский