Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνεδρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνεδρος [ˈsinɛðrɔs] SUBST mf

1. σύνεδρος (μέλος συνεδρίου):

σύνεδρος

2. σύνεδρος ΝΟΜ:

σύνεδρος
Berufsrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский