Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεδριακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεδριακ|ός <-ή, -ό> [sinɛðriaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συνεδριακός (σχετικός με συνεδρίαση):

συνεδριακός
Sitzungs-
Sitzungssaal αρσ

2. συνεδριακός (σχετικός με συνέδριο):

συνεδριακός
Kongress-
Kongresseinrichtungen θηλ πλ
συνεδριακός τουρισμός

Παραδειγματικές φράσεις με συνεδριακός

συνεδριακός τουρισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский