Ελληνικά » Γερμανικά

σφετερισμός [sfɛtɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST αρσ, πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST θηλ

σφετερί|ζομαι <-στηκα> [sfɛtɛˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

κιθαριστής [ciθarisˈtis], κιθαρίστας [ciθaˈristas] SUBST αρσ, κιθαρίστρια [ciθaˈristria] SUBST θηλ

Gitarrist(in) αρσ (θηλ)

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

στερεομετρία [stɛrɛɔmɛˈtria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский