Ελληνικά » Γερμανικά

συντάκτης [sinˈdaktis], συντάχτης [sinˈdaxtis] SUBST αρσ, συντάκτρια [sinˈdaktria], συντάχτρια [sinˈdaxtria] SUBST θηλ

1. συντάκτης (όποιος συντάσσει):

Verfasser(in) αρσ (θηλ)
Autor(in) αρσ (θηλ)

2. συντάκτης (εφημερίδας):

Redakteur(in) αρσ (θηλ)

συντηρητικ|ός <-ή, -ό> [sindiritiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. συντηρητικός (ουσία):

Konservierungs-

2. συντηρητικός:

συντηρητικός ΠΟΛΙΤ, ΦΥΣ

3. συντηρητικός (προσεκτικός):

συντρίμμια [sinˈdrimɲa], συντρίμματα [sinˈdrimata] SUBST ουδ πλ (κτίσματος, αεροπλάνου κτλ)

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

συντηρητισμός [sindiritizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский