Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντόμευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντόμευσ|η <-εις> [sindɔˈmɛvɔ] SUBST θηλ

1. συντόμευση (σε διάρκεια, έκταση):

συντόμευση
Abkürzung θηλ

2. συντόμευση (κείμενο):

συντόμευση
Kürzung θηλ

3. συντόμευση Η/Υ:

συντόμευση
Shortcut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский