Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνημμένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνημμένο [siniˈmɛnɔ] SUBST ουδ

1. συνημμένο (σε επιστολή):

συνημμένο
Anlage θηλ

2. συνημμένο (σε email):

συνημμένο
Anhang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский