Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνδρομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνδρομή [sinðrɔˈmi] SUBST θηλ

1. συνδρομή (βοήθεια, και οικονομική):

συνδρομή
Beistand θηλ
οικονομική συνδρομή

2. συνδρομή (χρηματικό ποσό):

συνδρομή
Beitrag αρσ

3. συνδρομή (περιοδικού):

συνδρομή
Abonnement ουδ
Abonnementsgebühr θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με συνδρομή

οικονομική συνδρομή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский