Ελληνικά » Γερμανικά

συμπιέ|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [simbiˈɛzɔ] VERB μεταβ

1. συμπιέζω (γενικά):

συμπιέζω

2. συμπιέζω (αέριο):

συμπιέζω

3. συμπιέζω (κόστος):

συμπιέζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский