Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμπίεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμπίεσ|η <-εις> [simˈbiɛsi] SUBST θηλ

1. συμπίεση (γενικά):

συμπίεση

2. συμπίεση ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

συμπίεση
Kompression θηλ
συμπίεση
Verdichtung θηλ
αδιαβατική συμπίεση
συμπίεση αερίου

Παραδειγματικές φράσεις με συμπίεση

αδιαβατική συμπίεση
ισόθερμη συμπίεση
συμπίεση αερίου
ανάφλεξη με συμπίεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский