Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συκοφαντώ , συκοφαντικός , υφάντρια και συκοφάντης

συκοφαντ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sikɔfanˈdɔ] VERB μεταβ

συκοφαντικ|ός <-ή, -ό> [sikɔfandiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συκοφάντης (συκοφάντρια) [sikɔˈfandis, sikɔˈfandria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

συκοφάντης (συκοφάντρια)
Verleumder(in) αρσ (θηλ)

υφαντής [ifanˈdis] SUBST αρσ [iˈfandra], υφάντρια [iˈfandria] SUBST θηλ

Weber(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский