Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύκο [ˈsikɔ] SUBST ουδ

2. σύκο (ψάρι):

σύκο
Zwergdorsch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский