Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: συχωρεμένος , συγχώρεση , συγχώνευση , συγχωνεύω και συγχώρηση

συγχώρεσ|η [siŋˈxɔrɛsi], συγχώρησ|η [siŋˈxɔrisi] <-εις> SUBST θηλ

συχωρεμέν|ος <-η, -ο> [sixɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

συγχων|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [siŋxɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. συγχωνεύω:

2. συγχωνεύω (επιχειρήσεις):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский