Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύγχυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύγχυσ|η <-εις> [ˈsiɲçisi] SUBST θηλ

1. σύγχυση (μπέρδεμα):

σύγχυση
Verwirrung θηλ
διανοητική σύγχυση
Verwirrtheit θηλ

2. σύγχυση (εκνευρισμός, ψυχική ταραχή):

σύγχυση
Aufregung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σύγχυση

διανοητική σύγχυση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский