Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στόρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στόρι1 [ˈstɔri] SUBST ουδ

1. στόρι (που τυλίγεται):

στόρι
Fensterrollo ουδ
στόρι
Rollo ουδ

2. στόρι (με πήχες):

στόρι
Jalousie θηλ

3. στόρι (κουρτίνα):

στόρι
Vorhang αρσ

στόρι2 [ˈstɔri] SUBST ουδ αμετάβλ (ταινίας)

στόρι
Story θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский