Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στουμπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στουμπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [stumˈbɔnɔ] VERB μεταβ

1. στουμπώνω (χώνω):

στουμπώνω

2. στουμπώνω (παραγεμίζω):

στουμπώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский