Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στωικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στωικ|ός <-ή, -ό> [stɔiˈkɔs] ΕΠΊΘ και μτφ (ατάραχος)

στωικός

II . στωικ|ός [stɔiˈkɔs] SUBST αρσ

στωικός
Stoiker αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский