Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στωικισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στωικισμός [stɔicizˈmɔs] SUBST αρσ

στωικισμός
Stoizismus αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский