Ελληνικά » Γερμανικά

στρωτ|ός <-ή, -ό> [strɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. στρωτός (επιφάνεια, δουλειά):

στρωτός

2. στρωτός (ζωή):

στρωτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский