Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρωματώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρωματώδ|ης <-ης, -ες> [strɔmaˈtɔðis] ΕΠΊΘ (γενικά)

στρωματώδης ΓΕΩΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский