Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρογγυλαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στρογγυλ|εύω <-εψα, -εμένος> [strɔɲɟiˈlɛvɔ], στρογγυλ|αίνω [strɔɲɟiˈlɛnɔ] <-υνα> VERB μεταβ

1. στρογγυλεύω:

II . στρογγυλ|εύω <-εψα, -εμένος> [strɔɲɟiˈlɛvɔ], στρογγυλ|αίνω [strɔɲɟiˈlɛnɔ] <-υνα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский