Ελληνικά » Γερμανικά

I . στραβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [straˈvɔnɔ] VERB μεταβ

1. στραβώνω (κάνω στραβό):

στραβώνω

2. στραβώνω (τυφλώνω):

στραβώνω

3. στραβώνω (θαμπώνω):

στραβώνω και μτφ

II . στραβώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [straˈvɔnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι στραβός)

στραβώνω

III . στραβώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (τυφλώνομαι)

Παραδειγματικές φράσεις με στραβώνω

στραβώνω τα μούτρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский