Ελληνικά » Γερμανικά

στασιαστής [stasiasˈtis] SUBST αρσ

στασιαστικ|ός <-ή, -ό> [stasiastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

φασίστας [faˈsistas], φασιστής [fasisˈtis] SUBST αρσ, φασίστρια [faˈsistria] SUBST θηλ

Faschist(in) αρσ (θηλ)

παρουσιάστρια [parusiˈastria] SUBST θηλ TV

αντιφασιστής [andifasisˈtis], αντιφασίστας [andifaˈsistas] SUBST αρσ, αντιφασίστρια [andifaˈsistria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский