Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στασιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στασ|ιάζω <-ίασα, -ιασμένος> [stasiˈazɔ] VERB αμετάβ

στασιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский