Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπόρος [ˈspɔrɔs] SUBST αρσ

1. σπόρος (που σπέρνεται):

σπόρος
Samen αρσ

2. σπόρος (καρπού):

σπόρος
Kern αρσ
Pinienkern αρσ
Sojabohnen θηλ πλ

3. σπόρος μτφ (αρχικό αίτιο):

σπόρος
Keim αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σπόρος

σπόρος αρσ τριγωνέλλας
Pinienkern αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский