Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπουδάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σπουδά|ζω <-σα [ή -ξα], -γμένος [ή -σμένος] > [spuˈðazɔ] VERB αμετάβ

σπουδάζω

II . σπουδά|ζω <-σα [ή -ξα], -γμένος [ή -σμένος] > [spuˈðazɔ] VERB μεταβ

1. σπουδάζω (κάποια επιστήμη):

σπουδάζω

2. σπουδάζω (τα παιδιά μου):

σπουδάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский