Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σκωπτικός , σαλατικά και σκώπτης

σκωπτικ|ός <-ή, -ό> [skɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σκώπτης (σκώπτρια) [ˈskɔptis, ˈskɔptria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σαλατικά [salatiˈka] SUBST ουδ πλ

Gemüse ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский