Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκωπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκωπτικ|ός <-ή, -ό> [skɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

σκωπτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский