Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκεβρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκεβρώ|νω <-σα, -μένος> [scɛˈvrɔnɔ] VERB αμετάβ

σκεβρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский