Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκαλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαλώ|νω <-σα, -μένος> [skaˈlɔnɔ] VERB αμετάβ

1. σκαλώνω (σκαρφαλώνω):

σκαλώνω σε
klettern auf +αιτ

2. σκαλώνω (πιάνομαι: μανίκι):

σκαλώνω

3. σκαλώνω μτφ (σκοντάφτω):

σκαλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский