Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκαλιστός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαλιστ|ός <-ή, -ό> [skalisˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. σκαλιστός (σε ξύλο):

σκαλιστός

2. σκαλιστός (σε πέτρα, μέταλλο):

σκαλιστός

3. σκαλιστός (σε μέταλλο):

σκαλιστός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский