Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σκακιέρα , σκακιστής και σκακιστικός

σκακιστής (σκακίστρια) [skacisˈtis, skaˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

σκακιστής (σκακίστρια)
Schachspieler(in) αρσ (θηλ)

σκακιέρα [skaˈcɛra] SUBST θηλ

σκακιστικ|ός <-ή, -ό> [skacistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский