Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαλτάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαλτάρ|ω <-ισα> [salˈtarɔ] VERB αμετάβ

1. σαλτάρω (πηδώ):

σαλτάρω σε κάτι
auf etw αιτ springen

2. σαλτάρω (πηγαίνω γρήγορα):

Παραδειγματικές φράσεις με σαλτάρω

σαλτάρω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский