Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πύκνωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πύκνωσ|η <-εις> [ˈpiknɔsi] SUBST θηλ

1. πύκνωση:

πύκνωση
Verdichtung θηλ

2. πύκνωση (αύξηση):

πύκνωση
Erhöhung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский