Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυκνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πυκνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pikˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. πυκνώνω (κάνω πυκνό):

πυκνώνω

2. πυκνώνω (κάνω πυκνόρρευστο):

πυκνώνω

II . πυκνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pikˈnɔnɔ] VERB αμετάβ

1. πυκνώνω (γίνομαι πυκνός):

πυκνώνω

2. πυκνώνω (γίνομαι πυκνόρρευστος):

πυκνώνω

3. πυκνώνω (γίνομαι συχνότερος):

πυκνώνω

4. πυκνώνω (άτομα: ανοίγω μέρος):

πυκνώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский