Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πτερύγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πτερύγιο [ptɛˈrijiɔ] SUBST ουδ

1. πτερύγιο (φτερό):

πτερύγιο
Flügel αρσ
ουραίο πτερύγιο ΑΕΡΟ
Seitenflosse ουδ

2. πτερύγιο (ψαριού):

πτερύγιο
Flosse θηλ
θωρακικό πτερύγιο
Brustflosse θηλ
κοιλιακό πτερύγιο
Bauchflosse θηλ
ουραίο πτερύγιο
Schwanzflosse θηλ

3. πτερύγιο (έλικα):

πτερύγιο
Blatt ουδ
πτερύγιο ρότορα ΑΕΡΟ
Rotorblatt ουδ

4. πτερύγιο (άγκυρας):

πτερύγιο άγκυρας
Ankerhand θηλ

5. πτερύγιο (αφτιού):

πτερύγιο
Ohrläppchen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πτερύγιο

πτερύγιο ουδ ρότορα ΑΕΡΟ
Rotorblatt ουδ
ουραίο πτερύγιο ΑΕΡΟ
θωρακικό πτερύγιο
κοιλιακό πτερύγιο
πτερύγιο ρότορα ΑΕΡΟ
Rotorblatt ουδ
πτερύγιο άγκυρας
Ankerhand θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский