Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πταίσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πταίσμα [ˈptɛzma] SUBST ουδ

1. πταίσμα (σφάλμα):

πταίσμα
Fehler αρσ

2. πταίσμα (παράπτωμα, αδίκημα):

πταίσμα
Vergehen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский