πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια) [prɔtaɣɔnisˈtis, prɔtaɣɔˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)
1. πρωταγωνιστής (ηθοποιός):
-
πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)
2. πρωταγωνιστής μτφ (κύριο πρόσωπο):
-
πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)
-
Hauptperson θηλ
-
πρωταγωνιστής (πρωταγωνίστρια)
-
Protagonist αρσ