Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προτρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προ|τρέχω <-έτρεξα> [prɔˈtrɛxɔ] VERB αμετάβ

1. προτρέχω:

2. προτρέχω (βιάζομαι):

προτρέχω

Παραδειγματικές φράσεις με προτρέχω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский