Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσόν“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσ|όν <-όντος> [prɔˈsɔn] SUBST ουδ

1. προσόν (ικανότητα):

προσόν
Fähigkeit θηλ

2. προσόν (ταλέντο):

προσόν
Gabe θηλ

3. προσόν (πλεονέκτημα):

προσόν
Vorzug αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский