Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαγγελματικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαγγελματικά καθήκοντα
επαγγελματικά προσόντα
berufliche Qualifikation θηλ ενικ
επαγγελματικά προσόντα
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „επαγγελματικά“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

επαγγελματικά έξοδα ουδ πλ
προκόβω επαγγελματικά
sich (akk) (beruflich) umorientieren αυτοπ ρήμα
αναπροσανατολίζομαι (επαγγελματικά)
επαγγελματικά έξοδα ουδ πλ
με τι ασχολείστε επαγγελματικά;
μιλώ για επαγγελματικά/ειδικά θέματα
έχω τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский