Ελληνικά » Γερμανικά

προγενέστερ|ος <-η, -ο> [prɔjɛˈnɛstɛrɔs] ΕΠΊΘ

προγνωστικά [prɔɣnɔstiˈka] SUBST ουδ πλ

προγνωστικό [prɔɣnɔstiˈkɔ] SUBST ουδ

1. προγνωστικό (πρόγνωση):

Prognose θηλ

2. προγνωστικό (σημάδι):

Vorzeichen ουδ

προγεννητικ|ός <-ή, -ό> [prɔjɛnitiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

προγευματί|ζω <-σα> [prɔjɛvmaˈtizɔ] VERB αμετάβ

μεταγενέστερ|ος <-η, -ο> [mɛtajɛˈnɛstɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. μεταγενέστερος (κατοπινός):

Nachfahren αρσ πλ

2. μεταγενέστερος (νεότερος):

πετρογένεσ|η <-εις> [pɛtrɔˈjɛnɛsi] SUBST θηλ

προγύμνασ|η <-εις> [prɔˈjimnasi] SUBST θηλ

1. προγύμναση (προπαρασκευαστικά μαθήματα):

2. προγύμναση (αθλητών):

Training ουδ

προγυμναστής (προγυμνάστρια) [prɔjimnasˈtis, prɔjimˈnastria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. προγυμναστής (μαθητών):

Lehrer(in) αρσ (θηλ)

2. προγυμναστής (αθλητών):

Trainer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский