Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποσολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποσολογικ|ός <-ή, -ό> [pɔsɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ποσολογικός
Dosierungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский